ερείκια

ερείκια
[эрипиа] ουσ ο πληθ развалины, груды.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ερείκια" в других словарях:

  • ερεικιά — η βοτ. 1. το φυτό προύμνη η εμβολιαζομένη, κν. αγριοβραμηλιά 2. το φυτό ερείκη, το ρείκι …   Dictionary of Greek

  • ερείκιον — ἐρείκιον, τὸ (Α) 1. είδος γλυκίσματος που αποτελείται από αλεύρι, σουσάμι και μέλι (αλλ. ίτριον) 2. πληθ. τὰ ἐρείκια εκτάσεις φυτεμένες με το φυτό ερείκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκη + κατάλ. υποκορ. ιον, από το οποίο με σίγηση τού αρχικού άτονου ε… …   Dictionary of Greek

  • Μάγνης, Πέτρος — (Ζαγορά Πηλίου 1880 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1955). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε στην Αθήνα με τον τίτλο Φτερουγίσματα (1902).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»